- Κλῶ
- Κλῶ , Κλο̄ςmasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… … Dictionary of Greek
κλῶ — κλάω cry pres imperat mp 2nd sg κλάω cry pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κλάω cry pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κλάω cry imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκλασμένος — κεκλασμένος, η, ον (Α) βλ. κλω. επίρρ... κεκλασμένως (Α) εκτεθηλυμμένα, θηλυπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκλασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κλῶ «σπάω, εξασθενώ»] … Dictionary of Greek
κλάννω — και κλάνω (Α) κλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος μτγν. τ. τού κλώ. Βλ. και κλάνω (Ι)] … Dictionary of Greek
κλώμαξ — και κρώμαξ, ακος, ὁ (Α) σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε αξ κατά τα λίθ αξ, βῶλ αξ. Το θ. κλω μ πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. *κλῶ μος («ρωγμή»;) < κλάω / ῶ «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια… … Dictionary of Greek
φλαδιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλαδιᾱν θλαδιᾱν, μαλάττειν, τύπτειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. φλῶ «σπάω» σχηματισμένος από το θ. φλα με οδοντική παρέκταση σ (πρβλ. κλά δ ος: κλῶ) και ρηματ. κατάλ. ιῶ / ιάω, πρβλ. και το ζεύγος θλα δ ιῶ: θλῶ (για τη… … Dictionary of Greek
άκλαστος — (I) η, ο [κλάνω] 1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει 2. αυτός που δεν τόν φτάνει η κακοσμία τής πορδής. (II) η, ο (Α ἄκλαστος, ον) [κλῶ( άω)] αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί … Dictionary of Greek
αιμοκλασία — η Ιατρ. κολλοειδοχημική διαταραχή τού αίματος, υπό μορφή κρίσεως, σε αλλεργικές καταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + κλῶ ( άω) «σπάζω» απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hemoclastic crisis] … Dictionary of Greek
ανακλώ — ( άω) (Α ἀνακλῶ) νεοελλ. ρίχνω προς τα πίσω, μεταστρέφω την κατεύθυνση, αντανακλώ (κυρ. για φωτεινές ακτίνες ή ηχητικά κύματα) αρχ. Ι. ενεργ. 1. λυγίζω προς τα πίσω, κάμπτω 2. σύρω προς τα επάνω και αναστρέφω 3. (για μπάλα) αναπηδώ ΙΙ. (παθ.… … Dictionary of Greek
αποδιακλασμός — ἀποδιακλασμός, ο (Α) η διανοητική ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δια + κλασμός < κλω (κλάω) «σπάζω, αποκόβω, εξασθενώ»] … Dictionary of Greek